- ἁλιᾱής
- ἁλι-ᾱής, auf dem Meere wehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλιαής — ἁλιαής, ὲς (Α) άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»] … Dictionary of Greek
ἁλιαής — ἁλιᾱής , ἁλιαής blowing seaward masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἁλιαέες — ἁλιᾱέες , ἁλιαής blowing seaward masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιαέος — ἁλιᾱέος , ἁλιαής blowing seaward masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)